κενοτης

κενοτης
    κενότης
    -ητος ἥ тж. перен. пустота Plat., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κενοτης" в других словарях:

  • κενότης — emptiness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενότητα — κενότης emptiness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενότητας — κενότης emptiness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενότητι — κενότης emptiness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενότητος — κενότης emptiness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενότητα — η (Α κενότης) [κενός] 1. ματαιότητα, μηδαμινότητα, κουφότητα 2. φλυαρία, κενολογία, μωρολογία νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού κενού, τού άδειου 2. έλλειψη, ανυπαρξία αρχ. (για σφυγμό) διάλειψη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»